-
1 κατα-στροφή
κατα-στροφή, ἡ, 1) das Umwenden, Zerstören, καταστροφαὶ νέων ϑεσμίων Aesch. Eum. 468. – 2) Unterwerfung, Unterjochung, τῶν πολίων Her. 1, 6; ποιεῖσϑαί τινος, = καταστρέφεσϑαι, 6, 27. – 31 die Wendung, der Ausgang, das Ende; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. Suppl. 437; δότε βίου πέρασιν καὶ καταστροφήν τινα Soph. O. C. 103; der Tod, Thuc. 2, 42, wie τοῦ βίου Pol. 5, 54, 4 u. öfter ohne dies. Zusatz; allgemein, καταστροφὴ καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων 3, 1, 9; καὶ ἔξοδον λαμβάνειν 3, 47, 8; τὴν καταστροφὴν τῆς βάβλου ποιεῖσϑαι εἰς τοῦτο, wie καταστρέφειν, 1, 13, 5; αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων, der Wendepunkt der Handlung in der Tragödie, von dem die Auflösung des geschürzten Knotens beginnt, 3, 48, 4; Luc. Alex. 60 u. a. Sp.
-
2 θέσμιος
θέσμιος, auch 2 Endgn, dor. τέϑμιος, gesetzmäßig, herkömmlich, was dem Brauche, der Sitte angemessen ist; ϑέσμιον γὰρ τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων Aesch. Ag. 1545; bes. τὸ ϑέσμιον, Gesetz, Satzung, καταστροφαὶ νέων ϑεσμίων Eum. 468, vgl. Suppl. 689; ϑεῶν πάνϑυτα ϑέσμι' ἐξήνυσε Soph. Ai. 698, Alles, was den Göttern herkömmlich gebührt; τὸ ϑέσμιον Ἑλλάνων Eur. Troad. 267; καινὰ ϑέσμια Med. 494; οὔτε ϑέσμια μεταλλάξαι Her. 1, 59. – Bei Paus. 5, 15, 7 heißt Apollo ϑέσμιος; 8, 15, 4 Δημήτηρ ϑεσμία, = ϑεσμοφόρος.
См. также в других словарях:
καταστροφή — η (AM καταστροφή) [καταστρέφω] παντελής φθορά, εξολόθρευση, αφανισμός, όλεθρος, εξόντωση νεοελλ. συμφορά, μεγάλη ζημιά, μεγάλο δυστύχημα («έπαθε μεγάλη καταστροφή, κάηκε το σπίτι του») αρχ. 1. ανατροπή, κατάλυση, φθορά («καταστροφαὶ νέων θεσμίων» … Dictionary of Greek